- σουκινιμίδιο
- το, Νχημ. ονομασία χημικής ένωσης, ιμιδίου τού ηλεκτρικού οξέος, η οποία έχει αποδοθεί στην ελληνική ως ηλεκτριμίδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. succinimide < succin- (< λατ. suc[c]inum «ήλεκτρο») + imide «ιμίδιο»].
Dictionary of Greek. 2013.